Ενεργητικό στα κροατικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
važan, sredstvo, prednost, imovina, faktor, imovine, sredstva, aktiva, imovinu
Ενεργητικό στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας κροατικά, ενεργητικό στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα κροατικά - prisan, nagovijestiti, intiman, povjerljiv, najintimniji, najskriveniji, najdublji, ...
  • ενεργά στα κροατικά - aktivno, aktivan, aktivna, Active, aktivni
  • ενεργητικός στα κροατικά - energetski, energičan, energična, energije, energetska
  • ενεργοποίηση στα κροατικά - pokretanje, aktiviranje, upućivanje, pobuđivanje, aktivacija, aktivaciju, aktivacije, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: važan, sredstvo, prednost, imovina, faktor, imovine, sredstva, aktiva, imovinu