Umanjuje στα ελληνικά

Μετάφραση: umanjuje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω, μειωμένος, μειωμένη, μειώνεται, μειωθεί, μειωμένο
Umanjuje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bludničiti στα ελληνικά - τσουγκράνα, rake, γκανιότα, κτένι, γκανιότας
  • cvat στα ελληνικά - ανθίζω, άνθος, άνθηση, ταξιανθία, ταξιανθίας, ταξιανθίες, ανθοφορία
  • kursist στα ελληνικά - εκπαιδευόμενος, ασκούμενος, εκπαιδευόμενο, εκπαιδευόμενου, ασκούμενου
  • nejednako στα ελληνικά - άνισα, άνιση, άνισο, άνισα τόσο μεταξύ, ανισομερώς
Τυχαίες λέξεις
Umanjuje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω, μειωμένος, μειωμένη, μειώνεται, μειωθεί, μειωμένο