Causa στα ελληνικά

Μετάφραση: causa, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόκος, πάθηση, θέμα, αιτία, δουλειές, προκαλώ, προξενώ, δουλειά, κατάσταση, ύλη, θέση, επιτόκιο, νοιάζομαι, βαλίτσα, περιστατικό, ενδιαφέρον
Causa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • catholicus στα ελληνικά - καθολικός
  • cauda στα ελληνικά - ουρά
  • causidicus στα ελληνικά - συνήγορος, συνηγορώ, υποστηρικτής, υπερασπιστής
  • caute στα ελληνικά - επιφυλακτικά
Τυχαίες λέξεις
Causa στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόκος, πάθηση, θέμα, αιτία, δουλειές, προκαλώ, προξενώ, δουλειά, κατάσταση, ύλη, θέση, επιτόκιο, νοιάζομαι, βαλίτσα, περιστατικό, ενδιαφέρον