Opulentia στα ελληνικά

Μετάφραση: opulentia, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, πλούτη, εξουσία, μπορούσα, πλούτος, κύρος
Opulentia στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • optimus στα ελληνικά - αριστοκράτης
  • opto στα ελληνικά - ανάγκη, έλλειψη, θέλω
  • opulentus στα ελληνικά - ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος
  • opus στα ελληνικά - εργασία, εργάζομαι, δουλειά, δουλεύω
Τυχαίες λέξεις
Opulentia στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, πλούτη, εξουσία, μπορούσα, πλούτος, κύρος