Pars στα ελληνικά

Μετάφραση: pars, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλευρά, μερίδιο, μοιράζω, μοιράζομαι, κλήρος, χωρίζω, μεριά
Pars στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • paries στα ελληνικά - τοίχος
  • pariter στα ελληνικά - παρομοίως, εξίσου, όμοιος, μαζί
  • particeps στα ελληνικά - ταίρι, σύντροφος
  • partim στα ελληνικά - μερικώς
Τυχαίες λέξεις
Pars στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλευρά, μερίδιο, μοιράζω, μοιράζομαι, κλήρος, χωρίζω, μεριά