Puer στα ελληνικά

Μετάφραση: puer, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγόρι, καμάρι, υιός
Puer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • publicus στα ελληνικά - κοινός
  • puella στα ελληνικά - κορίτσι, κόρη
  • puerilis στα ελληνικά - αγορίστικός
  • pugna στα ελληνικά - αγώνας, καταπολεμώ, αγωνίζομαι, μάχομαι, μάχη
Τυχαίες λέξεις
Puer στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγόρι, καμάρι, υιός