Aptiekārs στα ελληνικά
Μετάφραση: aptiekārs, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρμακοποιός, χημικός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apsūdzētais στα ελληνικά - κατηγορούμενος, εναγόμενος, υποπτεύομαι, ο κατηγορούμενος, του κατηγορουμένου, κατηγορουμένου, τον κατηγορούμενο, ...
- apsūdzība στα ελληνικά - φροντίδα, πάθηση, κατηγορία, παράπονο, κατηγορητήριο, κατηγορητηρίου, απαγγελία κατηγορίας, ...
- aptumsums στα ελληνικά - έκλειψη, έκλειψης, επισκιάσει, επισκιάσουν
- aptuveni στα ελληνικά - μερικός, μερικοί, λίγοι, πρόχειρα, περί, γύρω, για, ...
Τυχαίες λέξεις
Aptiekārs στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρμακοποιός, χημικός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary
Μεταφράσεις: φαρμακοποιός, χημικός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary