Asprātīgs στα ελληνικά
Μετάφραση: asprātīgs, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιρτόζος, πνευματώδης, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aspekts στα ελληνικά - φωτίζω, φωτερός, ξανθός, ανάβω, άποψη, πτυχή, όψη, ...
- aspirīns στα ελληνικά - ασπιρίνη, ασπιρίνης, η ασπιρίνη, την ασπιρίνη, της ασπιρίνης
- ass στα ελληνικά - άξονας, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά
- aste στα ελληνικά - ουρά, ουράς, της ουράς, την ουρά, πίσω
Τυχαίες λέξεις
Asprātīgs στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιρτόζος, πνευματώδης, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
Μεταφράσεις: σπιρτόζος, πνευματώδης, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες