Kurpe στα ελληνικά

Μετάφραση: kurpe, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεταλώνω, παπούτσι, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος
Kurpe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kurlums στα ελληνικά - κώφωση, κώφωσης, την κώφωση, η κώφωση, της κώφωσης
  • kurmis στα ελληνικά - μόλος, τυφλοπόντικας, mole, γραμμομόριο, γραμμομόρια, γραμμομοριακή
  • kurpnieks στα ελληνικά - τσαγκάρης, εμβαλωμάτης, μπαλωμάτης, φρουτόπιτα, cobbler, τσαγκάρη
  • kurts στα ελληνικά - λαγωνικό, κυνοδρομίες, κυνοδρομιών, λαγωνικών, κυνοδρομία
Τυχαίες λέξεις
Kurpe στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεταλώνω, παπούτσι, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος