Mānīšanās στα ελληνικά
Μετάφραση: mānīšanās, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόλος, απάτη, κοροϊδία, παρωδία, πείραγμα, κοροϊδεύω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- māneklis στα ελληνικά - κράχτης, δόλωμα, δελεάζω, ειρηνευτής, πιπίλα, πιπίλας, ειρηνιστή, ...
- mānija στα ελληνικά - μανία, μανίας, της μανίας, mania, τη μανία
- mārciņa στα ελληνικά - λίμπρα, λίβρα, μάντρα, κοπανίζω, λίρα, λιβρών, λίρας, ...
- mārrutki στα ελληνικά - χρένο, κοχλιαρίας, χρένου, ραφανιδική, κρένου
Τυχαίες λέξεις
Mānīšanās στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόλος, απάτη, κοροϊδία, παρωδία, πείραγμα, κοροϊδεύω
Μεταφράσεις: δόλος, απάτη, κοροϊδία, παρωδία, πείραγμα, κοροϊδεύω