Paaugstināt στα ελληνικά
Μετάφραση: paaugstināt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντείνω, υψώνω, σηκώνω, βελτιώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oža στα ελληνικά - μύτη, μυρωδιά, οσμή, οσμής, όσφρησης, άρωμα
- paaudze στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
- pabalsts στα ελληνικά - αρωγή, εκτόνωση, ανάγλυφος, ανακούφιση, επίδομα, αποζημίωση, επιδόματος, ...
- pacients στα ελληνικά - υπομονετικός, ασθενής, ασθενή, ασθενούς, ασθενών, των ασθενών
Τυχαίες λέξεις
Paaugstināt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντείνω, υψώνω, σηκώνω, βελτιώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Μεταφράσεις: εντείνω, υψώνω, σηκώνω, βελτιώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση