Piesardzīgs στα ελληνικά
Μετάφραση: piesardzīgs, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφυλακτικός, εφεκτικός, προσεκτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
Μεταφράσεις
- pierādījums στα ελληνικά - απόδειξη, πειστήριο, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
- pierādīt στα ελληνικά - παράσταση, μαρτυρία, εμφαίνω, απόδειξη, δείχνω, στοιχεία, αποδείξεις, ...
- piespraude στα ελληνικά - πόρπη, καρφίτσα, καρφίτσα καρφίτσα, καρφίτσα με, καρφίτσα για
- piespriest στα ελληνικά - ειμαρμένη, καταδικάζω, καταδίκη, πρόταση, παραγγελία, διαταγή, Διάταξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Piesardzīgs στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφυλακτικός, εφεκτικός, προσεκτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
Μεταφράσεις: επιφυλακτικός, εφεκτικός, προσεκτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική