Remontēt στα ελληνικά
Μετάφραση: remontēt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκευή, αναστηλώνω, φτιάχνω, ανακτώ, επισκευάζω, αποκαθιστώ, ιατρός, επιδιορθώνω, ανακαινίζω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- remdinājums στα ελληνικά - αλοιφή, κατευνάζω, βάλσαμο, balm, Βάλσαμα, βάλσαμο για, μελισσόχορτου
- remonts στα ελληνικά - φτιάχνω, επισκευάζω, επισκευή, επανόρθωση, συνάντηση, στερέωση, αποκατάσταση, ...
- renesanse στα ελληνικά - αναγέννηση, Αναγέννηση, Αναγέννησης, Renaissance, της Αναγέννησης, αναγεννησιακό
- rentnieks στα ελληνικά - νοικάρης, κολίγας, ένοικος, allottee
Τυχαίες λέξεις
Remontēt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκευή, αναστηλώνω, φτιάχνω, ανακτώ, επισκευάζω, αποκαθιστώ, ιατρός, επιδιορθώνω, ανακαινίζω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων
Μεταφράσεις: επισκευή, αναστηλώνω, φτιάχνω, ανακτώ, επισκευάζω, αποκαθιστώ, ιατρός, επιδιορθώνω, ανακαινίζω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων