Vairot στα ελληνικά
Μετάφραση: vairot, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστηλώνω, ανατρέφω, βελτιώνω, υψώνω, σηκώνω, ενισχύσει, ενισχύσουν, να ενισχύσει, ενισχύουν, την ενίσχυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- vainīgs στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
- vairogs στα ελληνικά - περίβλημα, ασπίδα, προστατεύσει, προστασία, προστατεύει, θωράκιση
- vairākums στα ελληνικά - πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
- vajadzība στα ελληνικά - ανάγκη, εύχομαι, θέλω, έλλειψη, μακάρι, ευχή, χρειάζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Vairot στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, ανατρέφω, βελτιώνω, υψώνω, σηκώνω, ενισχύσει, ενισχύσουν, να ενισχύσει, ενισχύουν, την ενίσχυση
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, ανατρέφω, βελτιώνω, υψώνω, σηκώνω, ενισχύσει, ενισχύσουν, να ενισχύσει, ενισχύουν, την ενίσχυση