Vannot στα ελληνικά

Μετάφραση: vannot, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπανιέρα, λούζομαι, λουτρό, μπάνιο, για, στο, σε, να, με
Vannot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vaniļa στα ελληνικά - βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
  • vanna στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, μπανιέρα με
  • vanādijs στα ελληνικά - βανάδιο, βαναδίου, του βαναδίου, το βανάδιο, βαναδιο
  • vara στα ελληνικά - εξαναγκάζω, βία, εξουσιάζω, έλεγχος, ρώμη, δύναμη, ισχύς, ...
Τυχαίες λέξεις
Vannot στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπανιέρα, λούζομαι, λουτρό, μπάνιο, για, στο, σε, να, με