Вока στα ελληνικά
Μετάφραση: вока, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воблак στα ελληνικά - θολώνω, σύννεφο, cloud, νέφος, νέφους, νεφών
- возера στα ελληνικά - λίμνη, λίμνης, στη λίμνη, λίμνη της, Λέικ
- вол στα ελληνικά - καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
- волава στα ελληνικά - μόλυβδος, λουρί, ηγούμαι, κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, ...
Τυχαίες λέξεις
Вока στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού