Οφθαλμός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вока, вачэй, глаз, вочы
Οφθαλμός στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οφθαλμός

οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οφθαλμός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ουσιώδης στα λευκορωσικά - істотны, істотную, істотная
  • οφείλω στα λευκορωσικά - абавязак, завінаваціцца, завінаваціўся
  • οχετός στα λευκορωσικά - дрэнаж, дренаж
  • οχιά στα λευκορωσικά - гадзюка, вужака, гадаўка, гадзюкі
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вока, вачэй, глаз, вочы