Μάτι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μάτι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клiкаць, колца, вока, вачэй, глаз, вочы
Μάτι στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάτι

μάτι γερακιού, μάτι του ώρου, μάτι αττικής, μάτι της τίγρης ιδιότητες, μάτι κουζίνας, μάτι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μάτι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μάσκα στα λευκορωσικά - маска
  • μάταιος στα λευκορωσικά - пыхлівы, славалюбны, славалюбны нічога
  • μάτσο στα λευκορωσικά - звязка, звязак, вязанка, зьвязка
  • μάχη στα λευκορωσικά - бітва
Τυχαίες λέξεις
Μάτι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: клiкаць, колца, вока, вачэй, глаз, вочы