Научаць στα ελληνικά
Μετάφραση: научаць, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διδάσκω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- нага στα ελληνικά - ευτελής, μίσχος, στέλεχος, φυτό, εργοστάσιο, στάδιο, βάθρο, ...
- насiць στα ελληνικά - μεταφέρω, έχε, μεταδίδω, λέω, κουβαλώ, υποφέρω, φορώ, ...
- начынаць στα ελληνικά - αρχή, αποκτώ, ξεκίνημα, παίρνω, αρχίζω, ξεκινώ, σκουπιδότοπος, ...
- не στα ελληνικά - όχι, δεν, στάδιο, κανένας, πόδι, ΜΗΝ, ΔΕΝ, ...
Τυχαίες λέξεις
Научаць στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διδάσκω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Μεταφράσεις: διδάσκω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει