Διδάσκω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διδάσκω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
научаць, учытацца, вучыць, навучаць, вывучаць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διδάσκω
διδάσκω ετυμολογία, διδάσκω αεί διδασκόμενος, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω ελληνικά σε ξένους, διδάσκω αγγλικά, διδάσκω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διδάσκω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διαψεύδω στα λευκορωσικά - супярэчыць, пярэчыць
- διγαμία στα λευκορωσικά - дваяжэнства
- διδασκαλία στα λευκορωσικά - навучанне, навучаньне
- διείσδυση στα λευκορωσικά - пранікненне, пранікненьне
Τυχαίες λέξεις
Διδάσκω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: научаць, учытацца, вучыць, навучаць, вывучаць
Μεταφράσεις: научаць, учытацца, вучыць, навучаць, вывучаць