Соль στα ελληνικά

Μετάφραση: соль, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Соль στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • смага στα ελληνικά - δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα
  • снасьць στα ελληνικά - όργανο, υλοποιώ, εργαλείο, snasts
  • сонца στα ελληνικά - ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο
  • спаднiца στα ελληνικά - φούστα, ποδιά, διαφράγματος, ποδιάς, περίζωμα
Τυχαίες λέξεις
Соль στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων