Столь στα ελληνικά

Μετάφραση: столь, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταβάνι, ταράτσα, σκεπή, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου
Столь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ствол στα ελληνικά - στείρα, σώμα, προβοσκίδα, στέλεχος, σεντούκι, μπαούλο, μίσχος, ...
  • стол στα ελληνικά - τραπέζι, πίνακας, πίνακα, επιτραπέζιων, πίνακα που
  • стопень στα ελληνικά - περπατώ, βηματίζω, βήμα, σεργιανίζω, πιάτο, πλεύση, μάρτιος, ...
  • страва στα ελληνικά - ραφή, απασχόληση, θρέψη, εξακολουθώ, τροφή, στήριγμα, φαγητό, ...
Τυχαίες λέξεις
Столь στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταβάνι, ταράτσα, σκεπή, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου