Įsitikinimas στα ελληνικά
Μετάφραση: įsitikinimas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτοπεποίθηση, καταδίκη, πεποίθηση, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
Μεταφράσεις
- įsimylėjėlis στα ελληνικά - εραστής, εραστή, τον εραστή, λάτρης, ερωμένη
- įsipareigojimas στα ελληνικά - αρραβώνες, δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
- įspaudas στα ελληνικά - χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
- įspūdis στα ελληνικά - αντίληψη, πεποίθηση, γνωμάτευση, εντύπωση, άποψη, ιδέα, γνώμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Įsitikinimas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτοπεποίθηση, καταδίκη, πεποίθηση, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
Μεταφράσεις: εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτοπεποίθηση, καταδίκη, πεποίθηση, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή