Αυτοπεποίθηση στα λιθουανικά
Μετάφραση: αυτοπεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsitikinimas, pasitikėjimas, pasitikėjimą, pasitikėjimo, confidence, pasitik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση
αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυτοπεποίθηση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποιώ στα λιθουανικά - automatizuoja, automatai, Automatizuotos, sistema automatizuoja, automatizuoti
- αυτονομία στα λιθουανικά - autonomija, savarankiškumas, autonomijos, autonomiją, savarankiškumą
- αυτοσχεδιάζω στα λιθουανικά - improvizuoti, improvizuoja, improvizuoju, improvizuoju kaip
- αυτούς στα λιθουανικά - jiems, juos, jų, jie, jas
Τυχαίες λέξεις
Αυτοπεποίθηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įsitikinimas, pasitikėjimas, pasitikėjimą, pasitikėjimo, confidence, pasitik
Μεταφράσεις: įsitikinimas, pasitikėjimas, pasitikėjimą, pasitikėjimo, confidence, pasitik