Švilpukas στα ελληνικά
Μετάφραση: švilpukas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφυρίζω, σφύριγμα, σφυρίχτρα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Μεταφράσεις
- švietimas στα ελληνικά - μόρφωση, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση
- šviežias στα ελληνικά - νωπός, δροσερός, φρέσκος, ζωντανός, φρέσκο, φρέσκα, νωπά, ...
- švilpynė στα ελληνικά - σφύριγμα, σφυρίχτρα, σφυρίζω, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
- švinas στα ελληνικά - ηγούμαι, λουρί, μόλυβδος, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Švilpukas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφυρίζω, σφύριγμα, σφυρίχτρα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Μεταφράσεις: σφυρίζω, σφύριγμα, σφυρίχτρα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα