Apsispręsti στα ελληνικά
Μετάφραση: apsispręsti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apsimestinis στα ελληνικά - αναληθής, ψεύτικος, ψευδής, λάθος, ψεύτικη, ψεύτικα, ψεύτικης, ...
- apsirengti στα ελληνικά - ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
- apsišvietęs στα ελληνικά - φωτισμένοι, φωτισμένη, πεφωτισμένη, φωτισμένος, φωτισμένους
- apskaita στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Τυχαίες λέξεις
Apsispręsti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Μεταφράσεις: αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν