Apvilkti στα ελληνικά
Μετάφραση: apvilkti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
Μεταφράσεις
- apvalkalas στα ελληνικά - κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
- apvalus στα ελληνικά - στρογγυλός, γύρος, περιοδεία, γύρω, γύρο, γύρου, στρογγυλό
- apykaklė στα ελληνικά - γιακάς, κολάρο, λουρί, περιλαίμιο, γιακά, κολλάρο, κολάρου
- apylinkė στα ελληνικά - μαχαλάς, περιφέρεια, περιοχή, εξοχή, ενορία, ενορίας, κοινότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Apvilkti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
Μεταφράσεις: φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω