Ντύνομαι στα λιθουανικά

Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eilutė, apvilkti, apsirengti, suknelė, apdaras, puošniai apsirengti, Uzpost, dress up
Ντύνομαι στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνομαι

ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ντύνομαι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ντόπιος στα λιθουανικά - gimtasis, gimtoji, gimtosios, vietinių, gimtąją
  • ντόρος στα λιθουανικά - skambutis, zvimbimas, Buzz, gandai
  • ντύνω στα λιθουανικά - apvilkti, eilutė, apsirengti, apdaras, suknelė, aprengti, aprengia, ...
  • ντύσιμο στα λιθουανικά - apdaras, padažas, padažu, persirengimo, užpilas, išdirbimas
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: eilutė, apvilkti, apsirengti, suknelė, apdaras, puošniai apsirengti, Uzpost, dress up