Autentiškas στα ελληνικά
Μετάφραση: autentiškas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματικός, αυθεντικός, γνήσιος, αληθινός, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aukščiausias στα ελληνικά - ακμή, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
- ausis στα ελληνικά - αυτί, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
- autobiografija στα ελληνικά - αυτοβιογραφία, την αυτοβιογραφία, αυτοβιογραφίας, αυτοβιογραφία του, η αυτοβιογραφία
- autobusas στα ελληνικά - πούλμαν, προπονητής, άμαξα, προπονώ, λεωφορείο, λεωφορείων, λεωφορείου, ...
Τυχαίες λέξεις
Autentiškas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματικός, αυθεντικός, γνήσιος, αληθινός, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
Μεταφράσεις: πραγματικός, αυθεντικός, γνήσιος, αληθινός, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό