Išmintingas στα ελληνικά
Μετάφραση: išmintingas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρόνιμος, σοφός, συνετός, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί
Μεταφράσεις
- išmalda στα ελληνικά - ψυχικό, εξευτελιστική αμοιβή, μικρό επίδομα, κομμάτι ψωμί, πενιχρή αμοιβή, ξεροκόμματο
- išmatos στα ελληνικά - έδρανο, σκαμπό, σκαμνί, κόπρανα, σκαμνιά, κενώσεις, κοπράνων
- išmuilinti στα ελληνικά - σαπούνι, σαπουνιού, σάπωνα, σάπωνος, σαπούνια
- išpažintis στα ελληνικά - εξομολόγηση, ομολογία, ομολογίας, την ομολογία, εξομολόγησης
Τυχαίες λέξεις
Išmintingas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρόνιμος, σοφός, συνετός, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί
Μεταφράσεις: φρόνιμος, σοφός, συνετός, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί