Λέξη: απεριποίητος

Συνώνυμα: απεριποίητος

αδύνατος, λεπτός, βρώμικος, ακτένιστος, αφρόντιστος

Μεταφράσεις: απεριποίητος

απεριποίητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frowzy, scruffy, unkempt, sleazy, uncared for, neglected

απεριποίητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desaliñado, desgreñado, descuidado, despeinado, descuidada

απεριποίητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
moderig, schmutzig, unsauber, dreckig, ungepflegt, ungekämmt, verwahrlost, ungepflegten, unkempt

απεριποίητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sale, immonde, crasseux, salaud, malpropre, négligé, miteux, débraillé, négligée, hirsute, hirsutes

απεριποίητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trasandato, spettinato, scarmigliato, incolto, sciatto

απεριποίητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despenteado, unkempt, desleixado, desleixada, desalinhadas

απεριποίητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongekamd, onverzorgd, onverzorgde, unkempt, ongekamde

απεριποίητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спертый, душный, затхлый, грязный, нечесаный, запачканный, неряшливый, немытый, неопрятный, неопрятными, растрепанными, неопрятные

απεριποίητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uflidd, unkempt, ustelt, ugredde

απεριποίητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ovårdad, ovårdade, misskött, unkempt, ovårdat

απεριποίητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
resuinen, tunkkainen, nukkavieru, virttynyt, hoitamaton, unkempt, hoitamattomat, kampaamattomana, kampaamaton

απεριποίητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
usoigneret, unkempt, uredt, usoignerede

απεριποίητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
špinavý, zanedbaný, umouněný, nepořádný, neudržovaný, neudržované, neupravený

απεριποίητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
duszny, niechlujny, brudny, owoconośny, nieporządny, zaniedbany, niedbały, rozczochrany, rozmamłany

απεριποίητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ápolatlan, áporodott, nyiszlett, elhanyagolt, fésületlen, borzas, kócos

απεριποίητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dağınık, unkempt, dağınık Bahçe, bir dağınık Bahçe, bir dağınık Bahçe ve

απεριποίητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неохайний, задушливий, нечесаний, затхлий, неохайного, неопрятний, неохайна

απεριποίητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i çrregullt, çrregullt, shkujdesur, i shkujdesur, e çrregullt

απεριποίητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
занемарен, рошава, рошав, несресана, разхвърлян

απεριποίητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неахайны

απεριποίητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pesemata, räpane, kasimatu, sassis, lohakas, Ruokkoamaton, Ruokoton

απεριποίητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zapušten, raščupan, neurednom, rasčupan, aljkav

απεριποίητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unkempt

απεριποίητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Užmirštas, Rozmamrany, susivėlęs, Apleistas, Rozmamłany

απεριποίητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nevīžīgs, nolaists

απεριποίητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
развлечен, неуреден, занемарен

απεριποίητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neîngrijit, neîngrijită, neingrijit, unkempt, nepieptănat

απεριποίητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Raščupan, Rasčupan, neurejeni, unkempt

απεριποίητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zanedbaný, otrhaný, špinavý, neporiadny
Τυχαίες λέξεις