Kilmė στα ελληνικά
Μετάφραση: kilmė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχή, ρυτίδα, αίμα, παρατάσσω, γραμμή, καταγωγή, επενδύω, ρίζα, γέννηση, έναρξη, προέλευση, πηγή, γέννα, ράτσα, οικογένεια, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kilimėlis στα ελληνικά - χαλί, μοκέτα, χαλάκι, ματ, mat, τάπητα
- kilmininkas στα ελληνικά - γενική, γενική πτώση
- kilogramas στα ελληνικά - κιλό, χιλιόγραμμο, χιλιογράμμου, χιλιόγραμμα
- kilometras στα ελληνικά - χιλιόμετρο, χιλιομέτρων, χιλιομέτρου, χλμ, χιλιόμετρα
Τυχαίες λέξεις
Kilmė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχή, ρυτίδα, αίμα, παρατάσσω, γραμμή, καταγωγή, επενδύω, ρίζα, γέννηση, έναρξη, προέλευση, πηγή, γέννα, ράτσα, οικογένεια, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Μεταφράσεις: αρχή, ρυτίδα, αίμα, παρατάσσω, γραμμή, καταγωγή, επενδύω, ρίζα, γέννηση, έναρξη, προέλευση, πηγή, γέννα, ράτσα, οικογένεια, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως