Priemonė στα ελληνικά
Μετάφραση: priemonė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βήμα, βηματίζω, όχημα, διάβημα, μέτρο, μετρώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- priekis στα ελληνικά - πρόσοψη, εμπρός, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό
- priemiestis στα ελληνικά - προάστιο, Προάστειο, προαστίου, προάστια, προάστιο της
- prierašas στα ελληνικά - σημείωση, υποσημείωση, σχολιασμός, σημειώνω, υστερόγραφο, PostScript, βραδιά στο υστερόγραφο, ...
- priesaika στα ελληνικά - όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Τυχαίες λέξεις
Priemonė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βήμα, βηματίζω, όχημα, διάβημα, μέτρο, μετρώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: βήμα, βηματίζω, όχημα, διάβημα, μέτρο, μετρώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν