Βηματίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: βηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laiptelis, žingsnis, priemonė, eisena, pakopa, žingsniuoti, žengti, peržengti, bėgsena
Βηματίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βηματίζω

βηματίζω κιλκίς, βηματίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βηματίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βερνίκι στα λιθουανικά - blizginti, poliruoti, lakas, lako, laku, kokiu laku
  • βερνικώνω στα λιθουανικά - lakas, lenkų, Lenkijos, polish, lako
  • βιάζομαι στα λιθουανικά - paskubėti, skubėti, paskubėkite, neskuba, skuba
  • βιαιοπραγία στα λιθουανικά - užpuolimas, išprievartavimas, baterija, baterijos, akumuliatoriaus, akumuliatorius, akumuliatorių
Τυχαίες λέξεις
Βηματίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: laiptelis, žingsnis, priemonė, eisena, pakopa, žingsniuoti, žengti, peržengti, bėgsena