Treniravimas στα ελληνικά
Μετάφραση: treniravimas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προπονούμενος, εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
Μεταφράσεις
- traukti στα ελληνικά - τράβηγμα, προσελκύω, εκχύλισμα, τραβώ, έλκω, επισύρω, ζωγραφίζω, ...
- tremtinys στα ελληνικά - εξορία, εξορίζω, εξορίας, την εξορία, εξόριστος, εξόριστο
- trenksmas στα ελληνικά - βρόντος, γδούπος, κρότος, βροντώ, σπάσιμο, Smash, συντριβή, ...
- trečiadienis στα ελληνικά - παντρεύομαι, Τετάρτη, Τετάρτης, της Τετάρτης, την Τετάρτη
Τυχαίες λέξεις
Treniravimas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προπονούμενος, εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
Μεταφράσεις: προπονούμενος, εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση