Važiuoti στα ελληνικά

Μετάφραση: važiuoti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγώ, πηγαίνω, βόλτα, με το, διαδρομή, βόλτα με, απόσταση
Važiuoti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vaza στα ελληνικά - βαζάκι, βάζο, αγγείο, αγγείου, vase, αγγείων
  • vaškas στα ελληνικά - κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
  • važtaraštis στα ελληνικά - ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, αναφορά, σημασία, φορτωτική, φορτωτικής, ...
  • vedybinis στα ελληνικά - σωματειακός, γάμος, ένωση, συζυγικός, οικογενειακή, την οικογενειακή, συζυγική, ...
Τυχαίες λέξεις
Važiuoti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγώ, πηγαίνω, βόλτα, με το, διαδρομή, βόλτα με, απόσταση