Οδηγώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: οδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vežti, kampanija, žygis, vairuoti, važiuoti, pavara, diską, diskas, kelio automobiliu
Οδηγώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδηγώ

οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ και πίνω, οδηγώ συνώνυμο, οδηγώ συνωνυμα, οδηγώ και είμαι λιώμα, οδηγώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οδηγώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • οδηγία στα λιθουανικά - direktyva, direktyvos, direktyvą, direktyvoje, l direktyvos
  • οδηγός στα λιθουανικά - vadovauti, vadovas, skatinti, vairuotojas, gidas, vesti, vadovą, ...
  • οδοιπορία στα λιθουανικά - žygis, kovas, maršas, kovo, eitynės
  • οδοντίατρος στα λιθουανικά - stomatologas, dantistas, odontologas, dantų gydytojas, odontologą
Τυχαίες λέξεις
Οδηγώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vežti, kampanija, žygis, vairuoti, važiuoti, pavara, diską, diskas, kelio automobiliu