Vairuoti στα ελληνικά
Μετάφραση: vairuoti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγώ, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- vainikas στα ελληνικά - κορώνα, στέμμα, κορόνα, στεφάνι, θήκη, κόμης, κορώνας
- vairas στα ελληνικά - πηδάλιο, δοιάκι, τιμόνι, τιμονιού, του τιμονιού, στο τιμόνι, το τιμόνι
- vairuotojas στα ελληνικά - οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
- vaisius στα ελληνικά - κεράσι, καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς
Τυχαίες λέξεις
Vairuoti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγώ, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
Μεταφράσεις: οδηγώ, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα