Valia στα ελληνικά
Μετάφραση: valia, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούληση, θέληση, ελευθερία, διαθήκη, προαίρεση, θα, θα είναι, θα το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- valgymas στα ελληνικά - γεύμα, φαγητό, διατροφή, διατροφικές, τρώει, το φαγητό
- valgyti στα ελληνικά - τρώω, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
- valiuta στα ελληνικά - συνάλλαγμα, νόμισμα, νομίσματος, συναλλάγματος, νομισμάτων, το νόμισμα
- valkata στα ελληνικά - περιπατητής, καροτσάκι, καρότσι, Καροτσάκι μωρού, καροτσιού
Τυχαίες λέξεις
Valia στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούληση, θέληση, ελευθερία, διαθήκη, προαίρεση, θα, θα είναι, θα το
Μεταφράσεις: βούληση, θέληση, ελευθερία, διαθήκη, προαίρεση, θα, θα είναι, θα το