Ørkesløs στα ελληνικά
Μετάφραση: ørkesløs, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργόσχολος, αδρανής, άνεργος, τεμπέλης, αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- øre στα ελληνικά - αυτί, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
- ørken στα ελληνικά - έρημος, έρημο, ερήμου, της ερήμου, στην έρημο
- ørliten στα ελληνικά - λεπτό, λεπτομερής, μικροσκοπικός, τοσοδούλης, μικρό, μικροσκοπικά, μικροσκοπικό, ...
- ørn στα ελληνικά - αετός, Eagle, αετό, αετού, αετών
Τυχαίες λέξεις
Ørkesløs στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργόσχολος, αδρανής, άνεργος, τεμπέλης, αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια
Μεταφράσεις: αργόσχολος, αδρανής, άνεργος, τεμπέλης, αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια