Avdeling στα ελληνικά

Μετάφραση: avdeling, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχασμός, μέρος, μεραρχία, διαίρεση, τομή, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
Avdeling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • avbrytelse στα ελληνικά - διάλλειμα, διακοπή, χάσμα, παύση, σταματώ, αντεπίθεση, κενό, ...
  • avdekke στα ελληνικά - αποκαλύψει, αποκάλυψη, αποκαλύψουν, να αποκαλύψει, αποκαλυφθούν
  • avertissement στα ελληνικά - διαφήμιση
  • avfall στα ελληνικά - σκουπίδια, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Τυχαίες λέξεις
Avdeling στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχασμός, μέρος, μεραρχία, διαίρεση, τομή, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας