Avhandling στα ελληνικά

Μετάφραση: avhandling, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατριβή, πραγματεία, εργασία, διατριβής, θέση, εργασίας
Avhandling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • avgrunn στα ελληνικά - γκρεμός, άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο
  • avgå στα ελληνικά - συνταξιοδοτείται, συνταξιοδοτούνται, συνταξιοδότησή, αποσυρθείτε, τη συνταξιοδότησή
  • avhenge στα ελληνικά - εξαρτώμαι, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί, εξαρτάται από, εξαρτώνται από
  • avholdsmann στα ελληνικά - τελείως απέχων των οινομπνευματωδών ποτών
Τυχαίες λέξεις
Avhandling στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατριβή, πραγματεία, εργασία, διατριβής, θέση, εργασίας