Begynne στα ελληνικά
Μετάφραση: begynne, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
Μεταφράσεις
- begrensning στα ελληνικά - περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
- begripe στα ελληνικά - κατανοώ, συλλαμβάνω, καταλαβαίνω, σφίγγω, πιάνω, βυθομετρώ, όργια, ...
- begynnelse στα ελληνικά - ξεκινώ, έναρξη, αρχίζω, πρώτος, ξεκίνημα, αρχή, αρχίζει, ...
- begå στα ελληνικά - δεσμεύω, διαπράττω, κάνω, διάπραξη, διαπράττουν, διαπράττει, τη διάπραξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Begynne στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν