Beslagleggelse στα ελληνικά

Μετάφραση: beslagleggelse, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμαλωτίζω, επίταξη, αιχμαλωσία, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών
Beslagleggelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beskyttende στα ελληνικά - προστατευτικός, προστασίας, προστατευτικό, προστατευτική, προστατευτικά
  • beslaglegge στα ελληνικά - χωρίζω, απομονώνουν, δεσμεύουν, διαχωρίζουν, απομονώσει
  • beslektet στα ελληνικά - συγγενικός, συναφής, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
  • beslutning στα ελληνικά - διευθετώ, αποφασίζω, αποφασιστικότητα, λύνω, κήρυξη, απόφαση, απόφασης, ...
Τυχαίες λέξεις
Beslagleggelse στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμαλωτίζω, επίταξη, αιχμαλωσία, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών