Debattere στα ελληνικά

Μετάφραση: debattere, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συζητώ, δημόσια συζήτηση, συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση
Debattere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • datter στα ελληνικά - κόρη, κορίτσι, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
  • debatt στα ελληνικά - συζήτηση, διαφωνία, επιχείρημα, λογομαχία, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, ...
  • debet στα ελληνικά - χρέωση, Debit, Χρεωστική, Χρεωστικές, Χρεωστικά
  • debitor στα ελληνικά - οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
Τυχαίες λέξεις
Debattere στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συζητώ, δημόσια συζήτηση, συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση