Enhet στα ελληνικά

Μετάφραση: enhet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενότητα, μονάδα, αρμονία, μονάδας, συσκευή, μονάδος
Enhet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • engstelig στα ελληνικά - αγχώδης, συνεσταλμένος, ανήσυχος, φοβισμένος, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, ...
  • engstelse στα ελληνικά - προβληματισμός, ανησυχώ, ενδιαφέρον, ανησυχία, έννοια, άγχος, άγχους, ...
  • enhver στα ελληνικά - κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιοσδήποτε
  • enighet στα ελληνικά - συγκατάθεση, συμφωνία, ακεραιότητα, αρμονία, ομόνοια, ενότητα, σύμβαση, ...
Τυχαίες λέξεις
Enhet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενότητα, μονάδα, αρμονία, μονάδας, συσκευή, μονάδος