Enighet στα ελληνικά

Μετάφραση: enighet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκατάθεση, συμφωνία, ακεραιότητα, αρμονία, ομόνοια, ενότητα, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Enighet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • enhet στα ελληνικά - ενότητα, μονάδα, αρμονία, μονάδας, συσκευή, μονάδος
  • enhver στα ελληνικά - κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιοσδήποτε
  • enkel στα ελληνικά - πεδιάδα, σκέτο, σκέτος, κάμπος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, ...
  • enkelhet στα ελληνικά - απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
Τυχαίες λέξεις
Enighet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, συμφωνία, ακεραιότητα, αρμονία, ομόνοια, ενότητα, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για