Forening στα ελληνικά
Μετάφραση: forening, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχέση, ένωση, σωματειακός, ρόπαλο, συνασπισμός, συμμαχία, λέσχη, ενοποίηση, κοινωνία, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- foreløpig στα ελληνικά - προσωρινός, προκαταρκτικός, έκδοση προδικαστικής, προκαταρκτική, προκαταρκτικά, προκαταρκτικές
- forene στα ελληνικά - συνενώνω, ενοποιώ, συνδέω, κατατάσσομαι, ενώνω, ενώνουν, ενώσει, ...
- forenkle στα ελληνικά - απλοποιώ, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
- forenkling στα ελληνικά - απλοποίηση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
Τυχαίες λέξεις
Forening στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχέση, ένωση, σωματειακός, ρόπαλο, συνασπισμός, συμμαχία, λέσχη, ενοποίηση, κοινωνία, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως
Μεταφράσεις: σχέση, ένωση, σωματειακός, ρόπαλο, συνασπισμός, συμμαχία, λέσχη, ενοποίηση, κοινωνία, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως