Forpliktelse στα ελληνικά

Μετάφραση: forpliktelse, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχρέωση, παθητικό, δωσιδικία, ευθύνη, καθήκον, δασμοί, δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
Forpliktelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • forordning στα ελληνικά - ρύθμιση, κανονισμός, υπαγορεύω, κανονισμού, κανονισμό, τον κανονισμό
  • forplante στα ελληνικά - διασπείρω, διαδίδω, διαδίδονται, διαδίδουν, διαδώσει, διαδοθεί
  • forpurre στα ελληνικά - ματαιώνω, αποτρέπω, ματαιώσει, ματαιώσουν, ματαίωση, εμποδίσει, οδηγήσουν σε ματαίωση
  • forrang στα ελληνικά - προτεραιότητα, πρωτείο, υπεροχή, υπεροχής, πρωτοκαθεδρία, πρωτοκαθεδρίας
Τυχαίες λέξεις
Forpliktelse στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχρέωση, παθητικό, δωσιδικία, ευθύνη, καθήκον, δασμοί, δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση