Δωσιδικία στα νορβηγικά

Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forpliktelse, ansvar, jurisdiksjon, jurisdiksjonen, domsmyndighet, myndighet, kompetanse
Δωσιδικία στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δωσιδικία

δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δωσιδικία στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • δωροληψία στα νορβηγικά - venality
  • δωσίλογος στα νορβηγικά - ansvarlig, samarbeidspartnere, kollaboratører, medarbeidere, samarbeidspartnerne, kollaboratørene
  • δόγμα στα νορβηγικά - doktrine, doktrinen, læren, lære, læresetningen
  • δόκιμος στα νορβηγικά - lærling, kadett, cadet, kadetten
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: forpliktelse, ansvar, jurisdiksjon, jurisdiksjonen, domsmyndighet, myndighet, kompetanse